ΣΥΝΕΝΤEYΞΕΙΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚA
Η ΒΙΒΙΑΝ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ ΠΛΟΥΜΠΗ: Η συγγραφέας που κουβαλά την Κύπρο στη μνήμη της
«Η Αμμόχωστος είναι ο τόπος όπου αναπνέω την ελευθερία»
Παρόλο που η Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη ζει στην Πράγα, η καρδιά της συνεχίζει να χτυπά στην Κύπρο. Αν και η παιδική και νεανική της ηλικία στο νησί μέχρι τα δεκαέξι της χρόνια πήρε μια διαφορετική τροπή με τη μετανάστευση της οικογένειάς της στην Ελλάδα το 1974, η Κύπρος συνέχισε να ζει τόσο στη μνήμη της όσο και στα βιβλία που έχει γράψει. Σε κάθε μέρος που πήγε, σε κάθε πόλη, σε κάθε στάση, ξαναβρήκε την Κύπρο. Δεν άφησε πίσω το παρελθόν της, το κουβαλούσε πάντα μαζί της. Με τον καιρό, αυτή η μεταφορά μετατράπηκε σε ανάγκη για αφήγηση, για γραφή. Άρχισε να αποτυπώνει στο χαρτί την Κύπρο που ζούσε στη μνήμη της. Οι δρόμοι μας συναντήθηκαν χάρη στο δεύτερο μυθιστόρημά της, Η Ψυχή του Χρυσού, που εκδόθηκε το 2021. Το βιβλίο αφηγούνταν την αληθινή ιστορία του Μάρκο Μπραγκαντίνο, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αμμόχωστο μετά την κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς. Το διάβασα μονορούφι. Στη συνέχεια, επικοινώνησα με τη Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη μέσω των κοινωνικών δικτύων. Λόγω των συνθηκών της πανδημίας, η δια ζώσης γνωριμία μας έγινε το 2023. Τελικά, όπως το ονειρευόμουν, πήγα στην Πράγα και συνάντησα τη Βίβιαν. Αυτή η γνωριμία δεν περιορίστηκε απλώς σε μια συνέντευξη· με τον καιρό μετατράπηκε σε μια βαθιά και δυνατή φιλία. Από εκείνη την ημέρα, συνέχισα να παρακολουθώ στενά τις νέες της δουλειές. Και τώρα, αυτή τη φορά στη Λευκωσία, βρισκόμαστε ξανά μαζί για να μιλήσουμε για τα νέα της βιβλία…
Από τους αριθμούς στις ιστορίες, το συγγραφικό ταξίδι της Βίβιαν Πλούμπη
Η Βίβιαν στην πραγματικότητα είναι οικονομολόγος. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια στατιστική στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. Πέρασε τη ζωή της με αριθμούς. Το βήμα της στον κόσμο της λογοτεχνίας μου προκάλεσε μεγάλη περιέργεια. Όταν εξέφρασα αυτή την απορία μου, χαμογέλασε.
«Από τα πρώτα μου εφηβικά χρόνια διάβαζα πολλά βιβλία. Αλλά ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου την ιδέα να γράψω ένα βιβλίο. Μια μέρα, συζητώντας με ένα φίλο μου που είχε έρθει από την Ελλάδα στην Πράγα, ανοίξαμε θέματα για την Κύπρο, την κατοχή και το παρελθόν. Με ρώτησε για τη σχέση μου με τους Τουρκοκύπριους. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα δεν ενδιέφερε εμάς, τους Κύπριους. Ούτε από τον πατέρα μου δεν είχα ακούσει ποτέ κακή κουβέντα για τους Τουρκοκύπριους. Μάλιστα, έλεγε ότι δούλευε μαζί τους. Αλλά εγώ δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να προσεγγίσω, να μιλώ με Τουρκοκύπριους. Η παιδική μου ηλικία είχε διαμορφωθεί από τις αφηγήσεις της επίσημης ιστορίας. Η γνώση μου για τη δεκαετία του 1960 ήταν περιορισμένη. Δεν ήξερα καν τι μέρος ήταν η παλιά Αμμόχωστος. Μάλιστα, δεν είχα δει καν την ιστορική Παλιά Πόλη (εντός των τειχών) στην πόλη όπου μεγάλωσα. Υποθέτω ότι θεωρούνταν πως η περιοχή αυτή ανήκε στους Τουρκοκύπριους. Κι εμείς, ως Ελληνοκύπριοι, ζούσαμε στον δικό μας χώρο. Αυτή ήταν η αντίληψη που είχε δημιουργηθεί. Μετά από εκείνη τη συζήτηση, μια φωνή υψώθηκε μέσα μου. «Ίσως πρέπει να τα γράψω αυτά…» είπα. Έτσι, άρχισε να γράφει το πρώτο της βιβλίο.
«Αποτύπωσα στο χαρτί όσα είχαν μείνει στη μνήμη μου, τον Μακάριο, τον Γρίβα, τις παρατηρήσεις μου από τα μαθητικά μου χρόνια, τις εμπειρίες μου. Σκέφτηκα την ιδέα της ΕΝΩΣΗΣ, που για χρόνια είχε χαραχτεί στο μυαλό μας, και την σιωπηλή αλλά υπαρκτή «άλλη κοινότητα» απέναντί της. Εμείς μεγαλώσαμε πάντα με την αντίληψη της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, με την ΕΝΩΣΗ. Αλλά τι σκεφτόταν η άλλη κοινότητα, τι έκανε, δεν ήξερα. Κι όμως, ήμασταν δύο κοινότητες που ζούσαμε σε ένα ενωμένο νησί. Γιατί μιλούσαμε για ΕΝΩΣΗ, δεν καταλάβαινα… Ήθελα να τα αφηγηθώ όλα αυτά παραμένοντας πιστή στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά όχι με την ταυτότητα του ιστορικού, αλλά με τη συναισθηματική γλώσσα μιας συγγραφέα. Γι’ αυτό επέλεξα να γράψω μυθιστόρημα. Το πρώτο μου μυθιστόρημα εκδόθηκε στην Ελλάδα. Το βιβλίο αργότερα μεταφράστηκε στα Τσεχικά και τα Ρουμανικά… Ο τίτλος του είναι Όταν θα πέσουν τα μαύρα. Όταν έλαβα βραβείο στην Κύπρο γι’ αυτό το βιβλίο, άρχισα να σκέφτομαι ότι μάλλον μπορώ να γράφω και συνέχισα.»
«Η Αμμόχωστος για μένα είναι ο τόπος όπου αναπνέω την ελευθερία»
Βλέπουμε ότι στα βιβλία της Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη η Κύπρος βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο. Υποθέτω ότι τόσο η προσωπική της μνήμη όσο και η συλλογική μνήμη κατέστησαν αυτή την κατάσταση αναπόφευκτη.
«Ξέρετε, όταν κάτι μένει μισοτελειωμένο στη ζωή, ο άνθρωπος γυρίζει πάντα στο παρελθόν. Προσπαθεί πάντα να συμπληρώσει αυτό που λείπει. Όταν έφυγα από την Κύπρο ήμουν δεκαέξι χρονών και σε αυτή την ηλικία θυμάσαι τα πάντα πολύ καθαρά. Γι’ αυτό οι αναμνήσεις μου είναι πολύ ζωντανές. Οι άνθρωποι με ρωτούν γιατί πηγαίνω στην Αμμόχωστο με κάθε ευκαιρία. Στην πραγματικότητα, όταν πηγαίνω στην Αμμόχωστο νιώθω ελεύθερη. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με τη λογική, γιατί τεχνικά είναι μια κατεχόμενη περιοχή. Αλλά για μένα είναι ο τόπος όπου αναπνέω την ελευθερία. Δεν ξέρω αν αυτό το συναίσθημα πηγάζει από το ότι πέρασα εκεί την παιδική μου ηλικία, αλλά είναι ένας πολύ δυνατός δεσμός.»
Σύμφωνα με τη Βίβιαν, η προσπάθεια κατανόησης των ιχνών του παρελθόντος είναι ταυτόχρονα και μια προσπάθεια ανάλυσης του σήμερα. Το να μοιράζεται αυτή την προσπάθεια γράφοντας έγινε ο δρόμος που επέλεξε για τον εαυτό της, ο ρόλος που ανέλαβε.
«Νομίζω ότι πλέον γερνάω. Είμαι αισιόδοξη για το μέλλον, αλλά δεν πιστεύω ότι θα αλλάξουν πολλά πράγματα βραχυπρόθεσμα. Παρόλα αυτά, προσπαθώ να μιλάω με τους ανθρώπους, να καταλαβαίνω τι είναι σωστό και τι λάθος. Και μετά προσπαθώ να τα αφηγηθώ αυτά με τα βιβλία μου.»
Είχαμε μιλήσει στην Πράγα για τις λεπτομέρειες του μυθιστορήματός της Η Ψυχή του Χρυσού, που έχει μεταφραστεί και στα Τουρκικά. Ωστόσο, γνωρίζω ότι στο μεσοδιάστημα εκδόθηκε ένα νέο της βιβλίο, το οποίο δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα Τουρκικά. Το βιβλίο αυτό, με τον τίτλο Η Σιωπή μιας Αιχμαλωσίας, αφηγείται τι βίωσε ένας Ελληνοκύπριος αιχμάλωτος που μεταφέρθηκε στην Τουρκία το 1974 για 75 ημέρες. Βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία και μαρτυρία. Η Βίβιαν διευκρινίζει ότι σκοπός της σε αυτό το έργο δεν είναι ο πόλεμος, αλλά «ο άνθρωπος μέσα στον πόλεμο» και λέει ότι το βιβλίο εστιάζει στις «αόρατες πληγές, στα συναισθήματα που οι άνθρωποι έκρυβαν στις καρδιές τους για μισό αιώνα».
«Η ιδέα να γράψω αυτό το βιβλίο μου ήρθε αφού άκουσα την ιστορία του Δημήτρη Τουμαζή. Παρόλο που είχαν περάσει πενήντα χρόνια, δεν είχε μιλήσει ποτέ μαζί μας για το τι βίωσε κατά την αιχμαλωσία. Είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερός μου, αλλά γνωριζόμαστε από παιδιά, καθώς οι οικογένειές μας ήταν πολύ κοντά από τα χρόνια των Βαρωσίων. Γνωριζόμαστε πολύ καλά. Αλλά όλα αυτά τα χρόνια παρέμενε σιωπηλός γι’ αυτό το θέμα. Προσπάθησα να τον ρωτήσω μερικές φορές, αλλά πάντα απέφευγε να μιλήσει. Οι απαντήσεις του ήταν σύντομες, όπως «ναι», «όχι». Ποτέ δεν ήταν ομιλητικός γι’ αυτό το θέμα. Ώσπου μια μέρα, ξαφνικά, μου έστειλε ένα βίντεο. Ήταν η καταγραφή των εμπειριών του που είχε αφηγηθεί σε έναν Έλληνα δημοσιογράφο. Στη συνέντευξη έλεγε: «Κανείς δεν έδειξε ενδιαφέρον για την ιστορία μου, όλοι έμειναν αδιάφοροι για εκείνα τα χρόνια». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι στην πραγματικότητα ήθελε να μιλήσει, αλλά τα τραύματα που βίωσε τον εμπόδιζαν. Τον πήρα αμέσως τηλέφωνο και του είπα ότι ήμουν πάντα έτοιμη να μιλήσουμε. Μου είπε ότι κι εκείνος ήταν πλέον έτοιμος να αφηγηθεί. Είχε επίσης στα χέρια του σημειώσεις που κρατούσε για όσα έζησε. Άρχισα πρώτα να τις διαβάζω. Προσπάθησα να τον καταλάβω, σκεφτόμουν πάνω σε κάθε λέξη. Στην αρχή δεν είχα την ιδέα να κάνω αυτή τη διαδικασία βιβλίο. Αλλά με τον καιρό, καθώς μιλούσαμε, καθώς ένιωθα, γεννήθηκε η επιθυμία να γράψω. Αυτή τη διαδικασία την περάσαμε μαζί. Προσπάθησα να γράψω το βιβλίο σε μορφή ημερολογίου, γιατί και οι σημειώσεις που κρατούσε ήταν έτσι. Τελικά, το βιβλίο εκδόθηκε με αυτή τη μορφή. Και ο ίδιος ήταν πολύ ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Είμαι χαρούμενη που, έστω και μετά από πενήντα χρόνια, μπόρεσε να τα αφηγηθεί αυτά, να αδειάσει κατά κάποιο τρόπο τα τραύματα μέσα του και που μπορέσαμε κι εμείς να μάθουμε τι βίωσε. Πιστεύω ότι το καταφέραμε αυτό μαζί. Πλέον δεν νομίζω ότι κανείς μένει αδιάφορος σε αυτά τα θέματα. Μετά την έκδοση του βιβλίου, και οι αναγνώστες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον. Στην πρώτη παρουσίαση όλοι ήθελαν να του μιλήσουν, να τον γνωρίσουν. Θα ήθελα πολύ να μεταφραστεί αυτό το βιβλίο στα τουρκικά, γιατί πιστεύω ότι ο δρόμος για την ειρήνη περνά πάντα μέσα από την προσπάθεια να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον.»
«Προσπάθησα να καταλάβω τους ανθρώπους, να αφηγηθώ τις ιστορίες τους»
Παρόλο που η συγγραφέας έχει φύγει από το νησί, τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις της για την Κύπρο, και ειδικά για τα Βαρώσια, είναι τόσο ζωντανά που έγραψε και ένα βιβλίο με ιστορίες και φωτογραφίες εστιασμένο στα Βαρώσια. Αυτό το βιβλίο αποτελείται από 73 σύντομες ιστορίες που αφηγούνται τη μετατροπή των Βαρωσίων σε «πόλη-φάντασμα» μετά το 1974. Οι ιστορίες είναι εμπνευσμένες από τις αναμνήσεις της συγγραφέως από την παιδική της ηλικία και από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια των Βαρωσίων. Κάθε φωτογραφία φέρει ένα ίχνος τόσο της προσωπικής μνήμης όσο και της συλλογικής απώλειας· οι αφηγήσεις, από την άλλη, προσπαθούν να κάνουν ακουστές τις φωνές μιας πόλης που έχει βυθιστεί στη σιωπή. Το βιβλίο ονομάζεται «Της Ντροπής» (στα αγγλικά “Haunting Voices -The Mediterranean Jewel speaks”). Σαν μια μεταφορά που χρησιμοποιείται για τα Βαρώσια.
«Αυτό ήταν το βιβλίο πάνω στο οποίο δούλευα όταν ήρθατε στην Πράγα για να με δείτε. Είναι ένα έργο που αποτελείται από φωτογραφίες και για κάθε φωτογραφία έχω γράψει μια ιστορία περίπου μιάμισης σελίδας. Ο λόγος που έγραψα αυτό το βιβλίο δεν ήταν φυσικά μόνο για να ξαναζωντανέψω τις αναμνήσεις μου από την Αμμόχωστο, αλλά και για να αφηγηθώ τις μέρες που ζούσαμε μαζί, τα προβλήματα που προέκυψαν στη συνέχεια, τα όσα έκανε η ΕΟΚΑ B και την κατάσταση της πόλης με την έλευση της Τουρκίας. Στα Βαρώσια συνέβησαν πολλά πράγματα και θέλω αυτά να γίνουν γνωστά. Στο βιβλίο συμπεριέλαβα και μερικά πραγματικά γεγονότα. Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το βιβλίο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, αλλά δεν είναι ένα βιβλίο που μεταφέρει απλώς την ιστορία. Το στυλ μου το γνωρίζετε πλέον. Αυτή τη στιγμή μεταφράζεται στα Αγγλικά και στη συνέχεια θα μεταφραστεί και στα Τσεχικά.»
Κοιτάζοντας όλα τα βιβλία και τις προσπάθειες της Βίβιαν, είναι φανερό ότι η ειρήνη είναι πάντα το κεντρικό της θέμα.
«Στη ζωή μου πάντα πίστευα σε αυτό: Αν δεν επιτύχεις την ειρήνη στον τόπο που ζεις, δεν είναι δυνατόν να βρεις την αληθινή ειρήνη ούτε μέσα σου. Η δική μου περίπτωση είναι έτσι. Αυτά που ζεις σε επηρεάζουν με κάποιον τρόπο και αν δεν μπορείς να φτάσεις στην εσωτερική ειρήνη, η ζωή σου μένει πάντα μισή. Θα μπορούσα να γράφω βιβλία που βασίζονται μόνο στη μυθοπλασία, που δεν φέρουν βαθιά νοήματα, αλλά ποτέ δεν το προτίμησα. Πάντα προσπαθούσα να καταλαβαίνω τους ανθρώπους, να αφηγούμαι τις ιστορίες τους και να κυνηγώ την ειρήνη. Φυσικά, δεν ζούμε δύσκολες συνθήκες όπως στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε φτάσει σε πλήρη ειρήνη. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει πόλεμος, υπάρχουν ακόμα μέσα μας πληγές που αιμορραγούν. Δεν καταλάβαμε αρκετά ο ένας τον άλλον. Γι’ αυτό πρέπει να συνεχίσουμε να δουλεύουμε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι σημερινές συνθήκες δεν είναι συνθήκες αληθινής ειρήνης. Πρέπει να εργαζόμαστε ακούραστα για την ειρήνη και να μην περιμένουμε τα πάντα από την πολιτική και τους πολιτικούς.»